- κατειλώ
- κατειλῶ, -έω και κατείλλω και κατίλλω (Α)1. μαζεύω σε στενό χώρο, συμπιέζω, περιορίζω, στριμώχνω («κατειλήθησαν ἐς Διὸς στρατίου ἱρόν», Ηρόδ.)2. περιτυλίγω («ταινίαις κατειλημένος τὴν κεφαλήν», Λουκιαν.)3. διπλώνω, συμπτύσσω4. παθ. επιγρ.συναθροίζομαι.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + εἰλῶ «συγκλείω, στριμώχνω»].
Dictionary of Greek. 2013.